- ανάβροχος
- η , ο засушливый, сухой; недождливый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανάβροχος — η, ο άβροχος, άνυδρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * στερ. + βροχή] … Dictionary of Greek